Η μαστεκτομή εθεωρείτο επί δεκαετίες η θεραπεία επιλογής στον καρκίνο του μαστού. Από τη δεκαετία του 80 όμως, αμφισβητήθηκε σαφώς το ογκολογικό της ώφελος. ’ρχισαν να γίνονται οι πρώτες επεμβάσεις διατήρησης του μαστού σε καρκίνο (τεταρτεκτομές).
Σήμερα, 30 χρόνια μετά, γνωρίζουμε από πλήθος μελετών και με παρακολούθηση 20ετίας ότι η μαστεκτομή δεν προσφέρει τίποτα στην επιβίωση, εαν εξαιρέσει κανείς κάποιες ειδικές περιπτώσεις.
Στη χώρα μας υπολογίζεται ότι γίνονταο 60% περισσότερες μαστεκτομές απ΄ όσο θα ήταν ογκολογικά απαραίτητες.
Η ασθενής μπορεί να κάνει φυσικά αποκατάσταση, αλλά αυτό σημαίνει περισσότερες επεμβάσεις, νοσηρότητα και τεράστιο ψυχολογικό κόστος.
Τέλος, ο μαστός μετά την αποκατάσταση δεν είναι ποτέ ο ίδιος με το φυσιολογικό μαστό της γυναίκας, ακόμα και εάν χρησιμοποιηθεί αυτόλογος, δηλαδή δικός της ιστός.
Ο λόγος που μπορεί συχνά να προτείνεται στην ασθενή η μαστεκτομή είναι ο εξής:
Είναι δύσκολο έως αδύνατο να επιτευχθεί καλό αισθητικό αποτέλεσμα με τις παραδοσιακές τεχνικές εάν ο όγκος βρίσκεται σε δυσμενή θέση ή είναι μεγάλος σε σχέση με το μαστό.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι σύγχρονες ογκοπλαστικές τεχνικές από χειρουργό μαστού κατάλληλα εκπαιδευμένο σε αυτές βοηθούν να αποφευχθεί η μαστεκτομή και μάλιστα επιτυγχάνοντας καλύτερα όρια από εκείνα της κλασσικής χειρουργικής.
Έτσι ως ενδείξεις μαστεκτομής παραμένουν εκείνες στις οποίες υπάρχει ογκολογικό ώφελος και που είναι οι εξής:
- Φλεγμονώδης καρκίνος μαστού
- Πολυκεντρικός καρκίνος μαστού
- Πολυκεντρικό DCIS
- Αδυναμία ελέγχου του μαστού σε ασθενή με ιστορικό με τις κλασσικές απεικονειστικές μεθόδους
- Πολύ μεγάλος όγκος σε σχετικά μικρό μαστό
- Γονιδιακός καρκίνος μαστού(όχι απόλυτη ένδειξη)
- Επιθυμία της ενημερωμένης ασθενούς
Κάθε ασθενής με ένδειξη μαστεκτομής πρέπει να ενημερώνεται εκτενώς πριν από το χειρουργείο για τις δυνατότητες άμεσης ή απώτερης αποκατάστασης. Επίσης πρέπει να λαμβάνει την ψυχολογική υποστήριξη που χρειάζεται για να προχωρήσει στην επέμβαση.